- ποδοκύλισμα
- το, Ντο ποδοκύλημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοκύλισμα — ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)